-
1 φωρ
φωρός ὅ [φέρω]1) вор Her., Arph. etc.Φωρῶν λιμήν Dem. — Воровская гавань ( близ Афин);
ἔγνω δὲ φ. τε φῶρα καὴ λύκος λύκον погов. Arst. — вор узнает вора, а волк - волка2) зоол., предполож. пчела-кукушка Arst.
См. также в других словарях:
φώρ — φωρός, ὁ, Α 1. κλέφτης 2. είδος μέλισσας 3. φρ. «φωρῶν λιμήν» (στα χρόνια τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας) όρμος δυτικά τού Πειραιά και σε μικρή απόσταση από αυτόν, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και καταφύγιο οι λαθρέμποροι (Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek